ἐξαπάτας — ἐξαπάτᾱς , ἐξαπάτη deceit fem acc pl ἐξαπάτᾱς , ἐξαπάτη deceit fem gen sg (doric aeolic) ἐξᾱπάτᾱς , ἐξαπατάω deceive imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐξαπάτᾱς , ἐξαπατάω deceive imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐξαπάτᾱς , ἐξαπατάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπατᾶις — ἐξαπατᾷς , ἐξαπατάω deceive pres subj act 2nd sg ἐξαπατᾷς , ἐξαπατάω deceive pres ind act 2nd sg (epic) ἐξαπατᾷς , ἐξαπατάω deceive pres subj act 2nd sg ἐξαπατᾷς , ἐξαπατάω deceive pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
εξαπάτη — ἐξαπάτη, η (Α) εξαπάτηση, απάτη, ξεγέλασμα («μειδήματά τ ἐξαπάτας τε», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
ονειροπολώ — (Α ὀνειροπολῶ, έω) [ονειροπόλος] 1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους τού ονείρου και τής φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και… … Dictionary of Greek