ἐξαπατᾷς

ἐξαπατᾷς
ἐξαπατάω
deceive
pres subj act 2nd sg
ἐξαπατάω
deceive
pres ind act 2nd sg (epic)
ἐξαπατάω
deceive
pres subj act 2nd sg
ἐξαπατάω
deceive
pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαπάτας — ἐξαπάτᾱς , ἐξαπάτη deceit fem acc pl ἐξαπάτᾱς , ἐξαπάτη deceit fem gen sg (doric aeolic) ἐξᾱπάτᾱς , ἐξαπατάω deceive imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐξαπάτᾱς , ἐξαπατάω deceive imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐξαπάτᾱς , ἐξαπατάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαπατᾶις — ἐξαπατᾷς , ἐξαπατάω deceive pres subj act 2nd sg ἐξαπατᾷς , ἐξαπατάω deceive pres ind act 2nd sg (epic) ἐξαπατᾷς , ἐξαπατάω deceive pres subj act 2nd sg ἐξαπατᾷς , ἐξαπατάω deceive pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • εξαπάτη — ἐξαπάτη, η (Α) εξαπάτηση, απάτη, ξεγέλασμα («μειδήματά τ ἐξαπάτας τε», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • ονειροπολώ — (Α ὀνειροπολῶ, έω) [ονειροπόλος] 1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους τού ονείρου και τής φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”